μεταστρατοπεδεύω

μεταστρατοπεδεύω
μεταφέρω στρατόπεδο σε άλλη θέση: Οι εχθροί μεταστρατοπέδευσαν για να χάσουμε τα ίχνη τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταστρατοπεδεύω — (Α μεταστρατοπεδεύω) (ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταστρατοπεδεύει — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 2nd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 2nd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεύουσι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part act masc/neut dat pl (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευσάμενοι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom/voc pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευσάμενος — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευσώμεθα — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor subj mid 1st pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδευόμενοι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part mp masc nom/voc pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεῦσαι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor inf act μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεύειν — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres inf act (attic epic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρατοπεδεύεται — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 3rd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”